μεταξοβάμβακας

μεταξοβάμβακας
ο
ίνες βαμβακιού και φυσικού ή τεχνητού μεταξιού, αναμεμιγμένες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως παραγέμισμα μαξιλαριών ή στρωμάτων, αλλ. καπόκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”